[Διάλεξη
του Επισκόπου Μοζαμβίκης κ. Ιωάννου,
κατά την 8η σύναξη του β΄ κύκλου του Μορφωτικού Κέντρου Λόγου Μπανάτου «ΑΛΗΘΩΣ»,
Ζάκυνθος
13 Απριλίου 2013]
Σεβαστοί Πατέρες,
Αξιότιμοι Άρχοντες του τόπου,
Αγαπητοί συντελεστές του Μορφωτικού Κέντρου Λόγου «Αληθώς»,
Φίλες και φίλοι,
Αισθάνομαι
ιδιαίτερη χαρά που βρίσκομαι ανάμεσα σας σήμερα. Ανάμεσα σε πρόσωπα τόσο οικεία
και αγαπητά, που προσδιορίζουν την ταυτότητά μου και αποτελούν αναπόσπαστο
κομμάτι του εαυτού μου. Στον τόπο που είδα το φως του ήλιου και έμαθα να ζω με
τρεις μεγάλες παρακαταθήκες: την αλήθεια, την ελευθερία και την αγάπη. Στον
τόπο που μου δίδαξε τη χαρά και την ειλικρίνεια. Στον τόπο που μου έμαθε ότι ο
Άγιος της αγάπης και της συγχωρητικότητας είναι δικός μου. Δικός μου, όχι
κτητικά, αλλά φίλος και οικείος. Φίλος, που ακούει τις μύχιες σκέψεις, τα
προβλήματα, τους φόβους, τις αγωνίες και τις απογοητεύσεις μου, αδελφός και
πατέρας, που φωτίζει το δρόμο μου, εμπνέει και καθοδηγεί. Κοντά του έμαθα ότι ο
Κύριος είναι «πράος και ταπεινός τη
καρδία»[1]
και ότι το έργο του «εν ασθενεία
τελειούται»[2]
μέσα στη μεγαλειώδη και σιωπηλή απλότητα της Ανάστασής του.
Σε εσάς και στον τόπο μας οφείλω
αυτή την κεφαλαιώδους σημασίας διάκριση ιδεολογίας και ζωής. «Ου γάρ εν ρήμασιν ημίν, αλλ’ εν πράγμασιν η
αλήθεια»[3]. Είναι άλλο
πράγμα η δόμηση θρησκευτικής ιδεολογίας, που «τακτοποιεί» έναν εαυτούλη και
άλλο η μαγεία της σχέσης με τον Ζωντανό Θεό, που σε οδηγεί στη ζωή της έκπληξης
και του απρόσμενου. Αυτός ο ζωντανός Θεός δεν εδράζεται στην ηθική σου
τελείωση, αλλά σε ωθεί σε μια διαρκή επανάσταση, στην επανάσταση της αέναης
αλλαγής, την μετάνοια. Αυτός ο Θεός δεν σου προσφέρει αποκούμπια και βακτηρίες,
ούτε γίνεται όπιο, που σε κοιμίζει, αλλά σε καλεί σε ένα ταξίδι, που δεν ξέρεις
πού θα σε βγάλει, όπως ακριβώς το παράδειγμα του Αβραάμ.
Κοιτώντας
πίσω στη ζωή μου, παρά την αμαρτωλότητά μου και τα πολλά μου λάθη, ανακαλύπτω
την καίρια καθοδήγηση του Θεού και την ασφαλή προστασία του Αγίου Διονυσίου, σε
όποιο μετερίζι και αν βρέθηκα. Τα είκοσι τελευταία χρόνια βρέθηκα να υπηρετώ
τον Κύριο Ιησού Χριστό στο πρόσωπο των αδελφών μας στη μητέρα γη της Αφρικής.
Είχα την μοναδική ευκαιρία να γνωρίσω την κατάσταση και τον πολιτισμό όλης της
υποσαχάριας Αφρικής, καθώς και να έρθω σε επαφή με τον απόδημο Ελληνισμό της.
Εκεί εδραιώθηκε η αντίληψή μου για την οικουμενικότητα του ευαγγελικού λόγου
και την επικαιρότητα της ελληνικής σκέψης και φιλοσοφίας. Δεν θα επιθυμούσα να
επεκταθώ περισσότερο στην κατάσταση, τα προβλήματα και τις προοπτικές του
Ελληνισμού της Αφρικής, αν και θα αποτελούσε εξαιρετικό θέμα περαιτέρω μελέτης.
Σήμερα μαζί σας, θα επιθυμούσα
να ταξιδέψουμε στην ιεραποστολική διάσταση της Εκκλησίας μας, υπό το φως μιας
διαφορετικής οπτικής. Το κλειδί της οπτικής αυτής είναι το γεγονός πως η
ορθόδοξη ιεραποστολή δεν είναι ένας τομέας της ποιμαντικής της Εκκλησίας, αλλά
η φύση και η ουσία της. Η κλήση των μαθητών του Χριστού είναι κλήση σε αποστολή
«καθὼς ἀπέσταλκέ με
ὁ πατήρ, κἀγὼ
πέμπω ὑμᾶς»[4]. Συνεπώς, αποστελλόμενοι «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς»[5]
δεν κάνουμε τίποτε άλλο, παρά το χρέος μας.
Τα τρία τελευταία χρόνια ο Θεός με τα χείλη τού μεγάλου ιεραποστόλου
και άοκνου εργάτη του Ευαγγελίου Του, Μακαριωτάτου Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας κ. κ. Θεοδώρου του Β΄, με κάλεσε να διακονήσω
ως Επίσκοπος την Εκκλησία στη Μοζαμβίκη, όπου και ο ίδιος έχει αφήσει έντονα τα
αποτυπώματα της ιεραποστολικής καρδιάς του.
Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο τελειώνει
με τα εξής πολύ γνωστά λόγια: «Πορευθέντες
οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ
τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς
τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας
ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[6]. Μια αξιοσημείωτη
λέξη στο ως άνω χωρίο είναι το ρήμα «μαθητεύω». Στην συγκεκριμένη συνάφεια το
«μαθητεύω» σημαίνει «δημιουργώ μαθητές-αποστόλους»[7], ή, θεολογικότερα, «συνδέω
τον ακροατή του λόγου του Χριστού κατευθείαν με Αυτόν, χωρίς μεσάζοντες».
(Παρενθετικά αναφέρω πως -δυστυχώς- συχνά αυτή η διατύπωση παραμένει ζητούμενο
σε περιπτώσεις, όπου ο κληρικαλισμός ή ο γεροντισμός θολώνουν το κρυστάλλινο
νερό της Ορθοδοξίας μας). Ιδιαίτερα
ενδιαφέρουσα και προκλητική θα ήταν, όμως,
η ερμηνεία τού ως άνω χωρίου με την έννοια που έχει στη θύραθεν
γραμματεία. «Μαθητεύω» θα πει γίνομαι εγώ μαθητής, δηλαδή στην περίπτωσή
μας μπαίνω στη διαδικασία να μελετήσω,
να γίνω εγώ ένα με την κουλτούρα του τόπου στον οποίο αποστέλλομαι, να
γίνω ένας από αυτούς. Αυτή η ερμηνεία, βέβαια, δεν είναι ανερμάτιστη, ούτε
αποτελεί προσωπικό ευφυολόγημα. Ο Απόστολος των εθνών, Παύλος, αναφέρει «τοῖς
πᾶσιν γέγονα πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω»[8]. Δεν είναι πάντα
εύκολο να γίνεις ένα με μια κουλτούρα τόσο διαφορετική από τη δική σου, να
μάθεις τη γλώσσα και τα έθιμα, να τρως τα φαγητά του τόπου, να «αναγεννηθείς άνωθεν»[9]
σαρκούμενος σε νέο τόπο. Αυτή η δεύτερη γέννηση έχει μεγάλο πόνο, αλλά και
μεγάλη χαρά. Πόνο, διότι η μοναξιά είναι ανυπόφορη, διότι η αλλαγή νοοτροπίας
και προσέγγισης των πραγμάτων φαντάζει αδύνατη, διότι ο πόλεμος που δεν είναι «πρὸς αἷμα καὶ σάρκα ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς,
πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου, πρὸς τὰ
πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»[10], μοιάζει άνισος. Χαρά,
διότι σταδιακά καταλαβαίνεις ότι «μείζων ἐστιν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ»[11]. Στις ελάχιστες δικές σου
δυνάμεις και ικανότητες αλλά και στην απλότητα, την ειλικρίνεια και τη θέληση,
ο Θεός συνεργεί και μπορούν να γίνουν Θαύματα. Και κάπως έτσι το καντηλάκι, που
κάποιος ανάβει στα έσχατα της γης, μπορεί να γίνει πυρκαγιά θείας αγάπης και
δύναμης.
Ο
Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και Πάσης Αλβανίας αναφέρει: «Η αποστολή των μαθητών του Χριστού “πάντα τα έθνη” αποβλέπει στην
παγκοσμιότητα της αγάπης που ανυψώνει τον άνθρωπο προς τον Θεάνθρωπο... Η
αποστολή είναι χρέος της “καθόλου” Εκκλησίας. Οι “εκτός” της Εκκλησίας μπορεί
γεωγραφικά να είναι πολύ κοντά ή πολύ μακριά... Το ζητούμενο δεν είναι η
Εκκλησία να κατακτήσει “πάντα τα έθνη”, αλλά να τα μαθητεύσει...»[12].
Τον Φεβρουάριο του 2012, στον
Ενθρονιστήριο Λόγο μου, στο Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο Μαπούτο, ανέφερα
τα εξής: «Υπόσχομαι
να κάμω ό,τι κατ’ άνθρωπον είναι δυνατόν, ώστε να ζυμωθούν με τον ποιοτικότερο
τρόπο όσες περισσότερες ψυχές από αυτές που παροικούν στα όρια της δικαιοδοσίας
μου, οδηγούμενες στη Χριστοποίηση, την οποία επαγγέλλεται η Ορθόδοξη
Ιεραποστολή. Είπα “κατ’ άνθρωπον”. Όμως γνωρίζω το πεπερασμένο των ανθρώπινων
δυνάμεων και δυνατοτήτων, κυρίως δε των δικών μου. Γι’ αυτό, αφήνω “την πάσαν
ελπίδα” μου στο «κατά Θεόν» και αναμένω το Θαύμα της αγαθής “αλλοιώσεως”, την
οποία θα προκαλέσει Εκείνος τελικά στο ανθρώπινο “φύραμα” της χώρας ετούτης!
Πάνω απ’ όλα και πρωταρχικά, όμως,
ονειρεύομαι την οικοδόμηση της παρουσίας του Θεανθρώπου μέσα στις ψυχές όλων
εκείνων που θα ακούσουν και θα δεχθούν ως τρόπο αληθινής ζωής το καλό Άγγελμα
Εκείνου. Το Ευαγγέλιο, άλλωστε, απευθύνεται προς όλους, αφορά σε όλους, δίχως
διακρίσεις εθνικής προέλευσης και παρωπίδες μισαλλοδοξίας ή ανάλογων
συμπεριφορών, οι οποίες, όχι μόνον δεν οικοδομούν, αλλά σχεδόν πάντα
γκρεμίζουν. Η ξεκάθαρη εντολή του Χριστού, “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα
έθνη”, (Μτ. 28, 19-20), προϋποθέτει κένωση του όλου εαυτού μας και των
κατεστημένων του, άνοιγμα δε Αγάπης, ανυπόκριτης και ανυστερόβουλης.
Ως ταπεινός Επίσκοπος, ευαγγελίζομαι
“υμίν τοις μακράν και τοις εγγύς”: “Ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά
συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού” (Εφ. 2, 17-19). Κυρίως απευθύνομαι
προς τα νοητά πρόβατα, “ά ουκ έστιν εκ της αυλής ταύτης”, διότι ο Κύριος
Ιησούς, ο Εσταυρωμένος για την Αγάπη και Αναστάς υπέρ του ανθρώπινου γένους,
αναμένει την εκκλησιοποίηση και εκείνων πλησίον Του, μέσω της δικής μας
προσπάθειας, επισημαίνοντας: “κακείνα με δει αγαγείν και της φωνής μου
ακούσουσι και γενήσεται μία ποίμνη, εις ποιμήν” (Ιω. 10, 16).
Αν και βρισκόμαστε πένητες σε μια
πολύ φτωχή χώρα, ως Εκκλησία δεν δειλιάζουμε. Αισθανόμαστε “ως πτωχοί πολλούς
δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες” (Β΄ Κορ. 6, 10), επειδή
το θεανδρικό Πρόσωπο του Αναστάντος Χριστού μάς στηρίζει, μάς οδηγεί, μάς
παρηγορεί! Όλα για Εκείνον. Η μικρή μας ζωή ας γίνει προσάναμμα για τη μεγάλη
Πυρκαγιά, η οποία θα πυρώσει ευεργετικά (αναστατικά και σωτήρια) την κατά
Μοζαμβίκην Εκκλησία!»[13]
Δυο χρόνια μετά αναστοχαζόμαστε την
πορεία της Επισκοπής Μοζαμβίκης, και με τη Χάρη του Θεού και την διαρκή καθοδήγηση
του Πατέρα μας, Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας, προχωρούμε με την ισχυρή
πεποίθηση πως ιεραποστολή δεν θα πει προσηλυτισμός, ούτε αποικιοκρατία, έστω
και ντυμένη με την προβιά της «μεταφοράς Αλήθειας». Η ποιοτική διαφορά της
Ορθόδοξης Χριστιανικής Ιεραποστολής βρίσκεται στο γεγονός της εθελούσιας
σάρκωσης του Κυρίου μας σε κάθε τόπο, σε κάθε πολιτισμό, σε κάθε άνθρωπο, με
την προϋπόθεση ότι αυτός ο δεύτερος το επιθυμεί διακαώς. Αυτού του είδους η
ιεραποστολή δεν διαφημίζεται, ούτε αποτελεί «έκτακτη είδηση» για τα
ιεραποστολικά περιοδικά, αλλά προάγεται μόνον επειδή ο Χριστός το θέλει.
«Καλούμεθα... να υπερβούμε τις προκαταλήψεις
και τους δισταγμούς μας και να συναντήσουμε τους συγχρόνους μας στην περιοχή
των πιεστικών προβλημάτων τους. Με ειλικρινή σεβασμό προς την ιδιοτυπία κάθε
λαού και πολιτισμού, προς την ελευθερία και την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπινου
προσώπου, δίνουμε την κοινή μαρτυρία ‘’αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν
και τελειωτήν Ιησούν’’ , “έως της συντέλειας του αιώνος”...» [14].
Η ιεραποστολή στη Μοζαμβίκη δεν είναι
εύκολη υπόθεση. Για να γίνει κατανοητό αυτό είναι αναγκαίο να γνωρίσουμε δι’
ολίγων τη χώρα και την ιστορία της.
«Η
Μοζαμβίκη ή Δημοκρατία της Μοζαμβίκης είναι μια εκτεταμένη χώρα στις
νοτιοανατολικές ακτές της Αφρικής με έκταση 801.590 km² και πληθυσμό
21.669.278, με βάση τις εκτιμήσεις του 2009. Ορίζεται βόρεια από την Τανζανία,
δυτικά από το Μαλάουι, τη Ζάμπια, τη Ζιμπάμπουε, νοτιοδυτικά από τη δημοκρατία
της Νοτίου Αφρικής και τη Σουαζιλάνδη και ανατολικά από το Δίαυλο της
Μοζαμβίκης (Ινδικός Ωκεανός). Το όνομα της πρωτεύουσας είναι Μαπούτο (παλαιό
Λορέντζο Μάρκες).
Επικρατεί τροπικό και υποτροπικό
θαλάσσιο κλίμα, με δύο εποχές, την υγρή (Νοέμβριος-Μάρτιος) και την ξηρή
(Απρίλιος-Οκτώβριος). Οι μέσες θερμοκρασίες ποικίλλουν από 15° ως 30° C, ενώ οι μέσες ετήσιες βροχοπτώσεις κυμαίνονται από
500 ως 1.420 χιλιοστόμετρα. Στην Τέτε, που βρίσκεται στην Κοιλάδα του Ζαμβέζη,
έχει καταγραφεί θερμοκρασία 46 βαθμών Κελσίου υπό σκιά. Στο νότο επικρατεί
συχνά ξηρασία. Επίσης συχνά γίνεται εναλλαγή περιόδων ξηρασίας με καταστροφικές
πλημμύρες»[15].
Πριν από περίπου δύο μήνες,
τέτοια καταστροφική πλημμύρα έπληξε σχεδόν ολόκληρη τη χώρα, με εκατοντάδες
θύματα. Βασική αιτία της καταστροφής αποτελεί η γενικότερη περιβαλλοντολογική
καταστροφή που συντελείται από τους πλουσιοκράτες και τους νεοαποικιοκράτες στη
χώρα. Σε γενική συνέλευση όλων τον
θρησκειών για τη θεραπεία των πληγέντων, ο Ορθόδοξος επίσκοπος ορίστηκε μέλος
της συντονιστικής επιτροπής εκτάκτων αναγκών του Διαθρησκειακού Συμβουλίου της
χώρας (CO.RE.M.).
«Τα υγρά βορειοδυτικά υψίπεδα καλύπτονται από
πυκνή τροπική βλάστηση, τα ξηρότερα εσωτερικά βαθύπεδα από αραιή βλάστηση
σαβάνας, ενώ στις ακτές και κυρίως στο Δέλτα του Ζαμβέζη αφθονούν οι
κοκκοφοίνικες και τα μαγκρόβια. Ο πλούσιος ζωικός κόσμος της χώρας περιλαμβάνει
ζέβρες, βουβάλια, ρινόκερους, ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις, λιοντάρια, ύαινες και
κροκοδείλους (στα ποτάμια).
Οι
πρώτοι κάτοικοι της Μοζαμβίκης ήταν πιθανώς συγγενείς με το λαό των Σαν
(Βουσμάνοι). Λαοί που μιλούσαν τη γλώσσα Μπάντου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή
μεταξύ 1ου και 4ου αιώνα. Άραβες έμποροι, αρχίζοντας από
τον 8ο αιώνα, ίδρυσαν αποικίες που εξελίχθηκαν σε ανεξάρτητες πόλεις-κράτη. Το
μεγαλύτερο μέρος της παράκτιας χώρας συνδέθηκε μ' αυτές πολιτικά και εμπορικά
κατά την περίοδο μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα. Το βασίλειο
των Μουένε Ματάπα, λαού της ομάδας των Μαράβ, ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της
Κοιλάδας του Ζαμβέζη, όταν ο Βάσκο ντα Γκάμα αποβιβάστηκε στη Μοζαμβίκη το
1498. Το 1507 οι Πορτογάλοι είχαν ήδη καταλάβει την περιοχή και στην περιοχή
είχε ιδρυθεί ήδη το εμπορικό κέντρο Μπέιρα (τότε ονομαζόταν Σοφάλα). Ο Πέδρο
Καμπράλ είχε αποβιβαστεί στη Σοφάλα το 1500. Το 1531 ίδρυσαν δύο εμπορικές
αποικίες στο εσωτερικό της χώρας και το 1544 ίδρυσαν ένα σταθμό στην ακτή του
ποταμού Κελιμάνε. Από τα εμπορικά κέντρα, που είχαν οι ίδιοι ιδρύσει,
διακινούσαν τεράστιες ποσότητες χρυσού. Ο εποικισμός συνάντησε τη σκληρή
αντίδραση των ιθαγενών. Οι Μουένε Ματάπα αναγνώρισαν τελικά την πορτογαλική
κυριαρχία το 1629 και ο πρώτος αποικιακός κυβερνήτης των Πορτογάλων διορίστηκε
το 1752.
Στα
τέλη του 19ου αιώνα η Πορτογαλία εκμίσθωσε το βόρειο τμήμα της Μοζαμβίκης σε
βρετανικές εταιρείες, που κατάφεραν να θέσουν υπό τον απόλυτο έλεγχό τους τις
αγροτικές καλλιέργειες, μετατρέποντάς τις σε φυτείες. Το 1948, επί πορτογαλικής
διοίκησης, ξεκίνησαν πολιτικές αναταραχές. Το 1964 εγκαινιάστηκε ο ένοπλος
απελευθερωτικός αγώνας κατά των αποικιοκρατών από το Μέτωπο για την
Απελευθέρωση της Μοζαμβίκης (FRELIMO), το οποίο είχε ιδρυθεί τέσσερα χρόνια
νωρίτερα. Έπειτα από την πτώση της δικτατορίας στην Πορτογαλία, η τελευταία
κινήθηκε στην αποαποικιοποίηση. Η Μοζαμβίκη έγινε ανεξάρτητη από τους
Πορτογάλους στις 25 Ιουνίου του 1975.
Αμέσως
μετά, έγινε Λαϊκή Δημοκρατία, με Πρόεδρο τον Σαμόρα Ματσέλ. Ο τελευταίος
εγκαθίδρυσε σοσιαλιστικό κράτος και στα τέλη της δεκαετίας του '70 έκλεισε τα
σύνορα με τη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε), που υποστήριζε το κίνημα RENAMO
(Εθνικό Κίνημα Αντίστασης της Μοζαμβίκης), πολέμιο του σοσιαλιστικού
καθεστώτος. Η Μοζαμβίκη υποστήριζε τους αντάρτες της Ροδεσίας στον δικό τους
αγώνα για ανεξαρτησία. Στις αρχές της δεκαετίας του '80 το RENAMO υποστηρίχθηκε
από το καθεστώς της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, το 1984 η τελευταία
υπέγραψε συμφωνία με τη Μοζαμβίκη, με βάση την οποία δε θα έκανε επίθεση η μία
στην άλλη και θα εμπόδιζαν τη δράση ανταρτών που θα στρέφονταν κατά του άλλου
κράτους. Ο Ματσέλ σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, στις 19 Οκτωβρίου του 1986
στη Νότια Αφρική, η οποία αρνήθηκε τη δική της ανάμειξη στο γεγονός εκείνο. Το
FRELIMO προχώρησε στον ορισμό νέου Προέδρου και αυτός ήταν ο Ζοακίμ Σισάνο.
Το
1990 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα και η χώρα μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της
Μοζαμβίκης. Το RENAMO δεν αναγνώρισε το Σύνταγμα και συνέχισε τον
ανταρτοπόλεμο, από τα εδάφη της Νότιας Αφρικής. Τελικά, τον Οκτώβριο του 1992
στη Ρώμη, υπογράφηκε ειρηνευτική συμφωνία και τερματίστηκε ο εμφύλιος πόλεμος,
του οποίου ο απολογισμός ως εκείνη την εποχή ήταν 1 εκατομμύριο νεκροί και
περίπου 1,3 εκατομμύρια πρόσφυγες σε άλλα κράτη»[16]. Εδώ αξίζει να αναφέρω ότι οι χώροι της Ελληνικής
κοινότητας της Αγίας Τριάδας στη Μπέιρα χρησιμοποιήθηκαν, κατά τις δύσκολες
εκείνες εποχές, ως τόπος συνάντησης και συνεργασίας για την εξεύρεση ειρηνικής
λύσης μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών (Frelimo και Renamo). «Τα τραύματα του εμφυλίου είναι ακόμα
ανοικτά και γι’ αυτό η κατάσταση ακόμα είναι έκρυθμη. Παράλληλα, το Συμβούλιο
Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφάσισε την αποστολή διεθνούς επιχειρησιακής δύναμης 7.500
αντρών υπό την ονομασία ONUMOZ. Λίγα χρόνια μετά, το 1995, η δύναμη αυτή άρχισε
να αποσύρεται, καθώς η κατάσταση στη χώρα εξομαλύνθηκε.
Ωστόσο,
ως κατάλοιπο του εμφυλίου πολέμου παρέμειναν οι νάρκες, που βρίσκονται ακόμη
στο έδαφος της αφρικανικής χώρας και εξακολουθούν να ευθύνονται για θανάτους
και ακρωτηριασμούς ανθρώπων και ζώων λόγω τυχαίας πυροδότησής τους. Το 1994
διεξήχθησαν οι πρώτες γενικές εκλογές, στις οποίες συμμετείχε και το RENAMO,
πλέον ως πολιτικό κόμμα»[17].
Κατά
την διάρκεια της Επανάστασης όλες οι ιδιωτικές περιουσίες κρατικοποιήθηκαν. Οι
περιουσίες των ελληνικών κοινοτήτων
χάθηκαν με αποτέλεσμα η Εκκλησία μας να μείνει ανέστια. Στις μέρες μας
καταβάλουμε εξαιρετικά κοπιώδη προσπάθεια ανάκτησης ζωτικών χώρων για το έργο
μας, όπως το ιστορικό «Αθήναιον». Οι εκκλησίες των άλλων δογμάτων έχουν ήδη
αποκτήσει αυτά που τους ανήκαν αλλά και ακόμα περισσότερα. Εμείς ελπίζουμε εν
Κυρίω! Σε συνεργασία με τους πρέσβεις των ευρωπαϊκών και αμερικανικών κρατών
διεκδικούμε την απόδοση δικαιοσύνης στο αίτημά μας.
Στο σημείο αυτό, ενδεικτικά
επιθυμώ να σας αναφέρω κάποια στατιστικά στοιχεία. Το 70% του πληθυσμού ζει
κάτω από το όριο της φτώχιας, ενώ η παιδική θνησιμότητα αγγίζει το 30%. Το
προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού ήταν σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2009 τα
41,18 χρόνια (41,83 χρόνια οι άνδρες και 40,53 οι γυναίκες). Το 7% της χώρας
ηλεκτροδοτείται παρότι η μόλυνση από τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού
ρεύματος καταστρέφει την εγχώρια χλωρίδα και πανίδα. Το ρεύμα που παράγεται
πωλείται στη Νότιο Αφρική. Ένας στους τρεις Μοζαμβικάνους είναι μολυσμένος από
τον ιό HIV. Μία στις
τέσσερεις γυναίκες πεθαίνουν κατά τη διάρκεια του τοκετού.
«Από
θρησκευτικής άποψης, οι κάτοικοι στα νότια της χώρας δηλώνουν ρωμαιοκαθολικοί
χριστιανοί (23,8%). Στα βόρεια υπάρχουν αρκετοί μουσουλμάνοι (17,8%), ενώ
πολλοί δηλώνουν άλλες μορφές χριστιανικής πίστης (30,2%) και οι υπόλοιποι
ακολουθούν παραδοσιακές αφρικανικές λατρείες (15,5%). Το 17,5% είναι οπαδοί της
Εκκλησίας της Ζάιον (μείξη χριστιανισμού με αφρικανικές ανιμιστικές λατρείες).
Ποσοστό άνω του 23% δηλώνουν άθεοι ή άθρησκοι»[18]. Το ποσοστό
των Mουσουλμάνων δε, ανησυχητικά και ραγδαία αυξάνεται
εξαιτίας κυρίως δύο παραγόντων: α) του πακτωλού χρημάτων που καταφθάνουν από τις
μουσουλμανικές χώρες και β) εξαιτίας της συνθηματικής, παραπλανητικής και
αληθοφανούς «ιεραποστολικής» τους ιδέας : «ελάτε σ’ εμάς, διότι είμαστε κομμάτι
του πολιτισμού σας, ανοίξτε τα μάτια σας και δείτε σε τι κατάντια σάς έφεραν οι
αποικιοκράτες Χριστιανοί».
Αυτή,
αγαπητοί μου, είναι η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε στη Μοζαμβίκη. Με αργά,
αλλά και σταθερά βήματα, με μια διορθόδοξη παρέα ανθρώπων, κληρικών όπως του
αγαπητού μου αδελφού και φίλου π. Παναγιώτη Καποδίστρια, από την Ιερά Μητρόπολη
Ζακύνθου και του π. Σπυρίδωνος Τσιμούρη από την Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, με
μεγάλη εμπειρία σε θέματα ποιμαντικής και ιεραποστολικής, αλλά και με την αγάπη
απλών λαϊκών προσπαθούμε να βάλουμε τη θεωρία σε πράξη. Μια πράξη που στόχο δεν
έχει τη συλλογή χρημάτων για τους καημένους φτωχούληδες, που άκριτα βαπτίζουμε,
αλλά, που επιθυμεί να απευθύνει ταπεινά το
«έρχου και ίδε»[19].
Επιθυμεί να στήσει στην τοπικότητα της Μοζαμβίκης μια ζωντανή Εκκλησία, που να
προσπαθεί να αξιώσει για τον εαυτό της αυτή την προτροπή τού Αποστόλου
Φιλίππου. Μια Εκκλησία χωρίς την έπαρση της δύναμης και της εξουσίας˙ απλής,
ανοικτής και αγαπώσας.
Θεωρούμε
πως το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας είναι το πρόβλημα της παιδείας. Όχι όμως
αυτής της παιδείας που έχει ανάγκη σχολείων και πανεπιστημίων. Οι άνθρωποι
εκεί, όχι επειδή δεν έχουν τις ικανότητες, αλλά επειδή εμείς οι τεχνολογικά
αναπτυγμένοι τεχνοκράτες (σε αυτούς συγκαταλέγω όλους εμάς που έχουμε πρόσβαση
σε νερό, φαγητό και ηλεκτρικό ρεύμα καθημερινά), τους θέλουμε και τους
χρειαζόμαστε αναλώσιμους. Δεν γνωρίζουν ή καλύτερα ξέχασαν πώς πρέπει να ζουν.
Δεν γνωρίζουν απλούς κανόνες υγιεινής, με αποτέλεσμα να πεθαίνουν σαν τα
μυρμήγκια. Δεν μπορούν να αντιληφθούν
τον τεράστιο πλούτο που έχουν κάτω από τα πόδια τους. Ξέρουν όμως πολύ καλά να
υποφέρουν και να υπομένουν. Διψούν για Ανάσταση.
Στους
λιτούς χώρους, που η ελληνική παρουσία μάς κληροδότησε στην Μπέιρα, ξεκινάμε ένα ιεραποστολικό κέντρο, με βασικό
άξονα την παιδεία και την υγεία. Έχει ήδη καταρτισθεί και δομηθεί συγκεκριμένο
πρόγραμμα, το οποίο θα ξεκινήσει μόλις ξεπεραστούν οι δύσκολες γραφειοκρατικές
διαδικασίες.
Στο
Μαπούτο, στους χώρους όπου χτίζονται με αφάνταστες δυσκολίες όπισθεν του
καθεδρικού Ιερού Ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, μαζί με το σχολείο Ελληνικού
Πολιτισμού, θα στεγασθεί το Κέντρο Ιεραποστολικής Κατάρτισης, το οποίο θα
καταρτίζει τα στελέχη του Ιεραποστολικού έργου της Επισκοπής.
Σε
συνεργασία με την τοπική κυβέρνηση η Επισκοπή διεκδικεί τον χώρο ενός
εγκαταλελειμμένου μοναστηριού στη Ναμπούλα, όπου, σε συνεργασία με την Αμερικανική
Γεωργική Σχολή της Θεσσαλονίκης, φιλοδοξούμε να εγκαταστήσουμε πρότυπη γεωργική
σχολή.
Ένας
άλλος τομέας της ποιμαντικής μας στη Μοζαμβίκη είναι η πνευματική διακονία των
λιγοστών Ελλήνων αδελφών μας. Ακολουθεί μια σύντομη έκθεση των προσπαθειών σε
αυτόν τον τομέα.
Η εγκατάσταση των Ελλήνων στη
Μοζαμβίκη χρονολογείται από το 1845
(αναφορά του δημοσιογράφου Στέλιου Δαμουλάκη). Πληροφορίες αναφέρουν ότι «παρά την πορτογαλική ιεραποστολή Entete
υπηρετεί ως κουρεύς Έλλην, ονόματι Νικόλαος Κρητικός», «30 Έλληνες εκ
ανατολικής πορτογαλικής Αφρικής έλαβαν μέρος εις τον πόλεμον κατά των Matambele
και εφονεύθησαν άπαντες».
Όλες οι ιστορικές αναφορές
ομολογούν ότι, τόσο στην Μπέιρα, όσο και στο Μαπούτο, πρώην Lourenço
Marques, ελληνικά ονόματα παρουσιάζονται από το 1850. Στην Μπέιρα, ο Ελληνικός
Ναός της Αγίας Τριάδος αρχίζει να κτίζεται το 1896. Παράλληλα με τον Ναό
χτίζεται και το Ελληνικό Σχολείο «Πυθαγόρας» και λειτουργεί επίσημα το 1909, ως
πλήρες εξατάξιο Ελληνικό Δημοτικό, ενταγμένο ταυτόχρονα στο πρόγραμμα του
Υπουργείου Παιδείας της Πορτογαλικής αποικίας, με εξήντα μαθητές. Κατά τη
δεύτερη δεκαετία του περασμένου αιώνα στη Μπέιρα διαβιούσαν περί τους τέσσερις
χιλιάδες Έλληνες. Σήμερα, σε αυτή την Κοινότητα ουδείς Έλληνας υπάρχει. Είναι η
μόνη Ελληνική Κοινότητα στον κόσμο, που αποδεκατίστηκε λόγω της πολιτικής
κατάστασης.
Στο Μαπούτο, τη σημερινή πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης, ο
Ελληνισμός είχε την ίδια σχεδόν πορεία με τους Έλληνες της Μπέιρα. Εδώ,
κτίστηκε πρώτα το «Αθήναιον», ένα πολιτιστικό κέντρο, δείγμα υπέροχης
φιλοπατρίας των Ελλήνων της Μοζαμβίκης, στο οποίο στεγάζονταν και το Ελληνικό
Σχολείο της Κοινότητας το 1923 και ύστερα κτίστηκε ο Καθεδρικός Ναός των Παμεγγίστων Ταξιαρχών το 1932. Στο «Αθήναιον» λειτουργούσε καθημερινό
απογευματινό σχολείο έως το 1976, όταν κατελήφθη από τα στρατεύματα του
απελευθερωτικού κινήματος FRELIMO και παραμένει έως και σήμερα. Τον Ιούνιο του
1975, η Μοζαμβίκη ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος και αποσπάσθηκε από την
πορτογαλική κυριαρχία. Ο νέος Πρόεδρος της χώρας Samora Moisés Machel, πρώην
αρχηγός του απελευθερωτικού κινήματος FRELIMO, κήρυξε τη χώρα σε Λαϊκή Δημοκρατία της Μοζαμβίκης. Εν
όψει των ραγδαίων αυτών εξελίξεων, οι Έλληνες άρχισαν να αποχωρούν από τη χώρα
αυτή σε αναζήτηση μίας καλύτερης τύχης αλλού, όπως στην γειτονική Ζιμπάμπουε,
τη Ν. Αφρική, την Αυστραλία και αλλού.
Το 2006, ιδρύεται από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και
πάσης Αφρικής η Επισκοπή Μοζαμβίκης. Ο πρώτος Επίσκοπος ζητά από το Υπουργείο
Παιδείας και καταφέρνει να αποσπάσει εκπαιδευτικό από την Ελλάδα για το
νεοσύστατο Σχολείο Μητρικής Γλώσσας, που στεγαζόταν εντός του Ναού. Αξίζει να
αναφερθεί ότι Έλληνας απεσπασμένος εκπαιδευτικός παρέμεινε κοντά μας έως το
2011. Από πέρυσι το Ελληνικό Σχολείο λειτουργεί υπό την επίβλεψη της Ιεράς
Επισκοπής Μοζαμβίκης και, εκτός από τον Επίσκοπο, διδάσκει και μία Ελληνίδα
παιδαγωγός, η οποία προσφέρει τις υπηρεσίες της αφιλοκερδώς.
Το σχολείο
στεγάζεται σε αίθουσα εντός της Επισκοπής Μοζαμβίκης. Η αίθουσα διαθέτει
ηλεκτρονικούς υπολογιστές, projector για παρουσιάσεις και αντίστοιχο
ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Επίσης, διαθέτει δανειστική βιβλιοθήκη. Σύντομα θα
μεταφερθεί στις ανεγειρόμενες εγκαταστάσεις, στο ευρύχωρο προαύλιο της Εκκλησίας.
Οι μαθητές δεν κατέχουν την ελληνική γλώσσα για το λόγο
ότι οι γονείς τους, ελληνικής καταγωγής πέμπτης και έκτης γενιάς από μικτούς
γάμους, δεν γνωρίζουν οι ίδιοι την ελληνική γλώσσα και γίνεται προσπάθεια
επαναπροσέγγισης, ακολουθώντας τα ήθη και τα έθιμα της φυλής μας.
Μέσω των πολιτιστικών δραστηριοτήτων, όπως μουσικές
εκδηλώσεις, συναυλίες, καλλιτεχνικά δρώμενα και άλλα θα ευαισθητοποιηθούν, θα
επανασυνδεθούν και θα αγαπήσουν την Ελληνική γλώσσα.
Εκτός από τους σαράντα Έλληνες, που έχουν παραμείνει στη
Μοζαμβίκη, ο αριθμός των Ελλήνων από μικτούς γάμους ιθαγενών με ελληνικά
ονόματα – μιγάδες είναι πάνω από 2.500 και αυτούς προσπαθούμε να προσεγγίσουμε
μέσω της ελληνορθόδοξης παράδοσής μας.
Κατά την διάρκεια της
παρουσίας μου στην Μοζαμβίκη προσπάθησα κατ’ αρχάς να εντοπίσω και να καλέσω
στην Ευχαριστιακή Σύναξή μας τους Ορθοδόξους, Έλληνες και μη. Καταρτίζοντας ένα
τακτικό πρόγραμμα ιερών Ακολουθιών και Κατήχησης, ήδη έχει δημιουργηθεί μια
μικρή, αλλά δυναμική κοινότητα Ορθοδόξων, που θεωρεί τον Ναό των Αρχαγγέλων και
το Επισκοπείο σπίτι της. Παρήγορο και ενθαρρυντικό είναι το φαινόμενο της
αποβολής της καχυποψίας και της επιφυλακτικότητας των ομογενών μας. Η τακτική
τέλεση της Θείας Λειτουργίας, οι Εξομολογήσεις, οι Κατηχήσεις παιδιών και ενηλίκων,
οι συχνές πολιτιστικές εκδηλώσεις, οι πολλές ευκαιρίες κοινής τράπεζας και
συμπνευματισμού, δημιουργούν -με τη Χάρη του Θεού- μια ενθουσιώδη μαγιά, η
οποία ελπίζουμε, με τις προσευχές σας, να αποτελέσει την πηγή γνησίων εργατών
της Εκκλησίας.
Αγαπητοί συμπατριώτες μου,
τελειώνοντας την σύντομη αυτή επισκόπηση της ταπεινής ιεραποστολικής
προσπάθειάς μας, θα ήθελα να σας παρουσιάσω τις επόμενες προγραμματισμένες
δραστηριότητές μας, ζητώντας την ηθική και υλική στήριξή σας. Τον προσεχή
Οκτώβριο, στην πρώτη επίσκεψή του ο σεπτός προκαθήμενος του Αλεξανδρινού Θρόνου,
ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ. κ. Θεόδωρος Β’, θα
εγκαινιάσει τον Καθεδρικό Ναό των Ταξιαρχών και τους βοηθητικούς χώρους (Σχολείο
Ελληνικού Πολιτισμού και Ιεραποστολικό Κέντρο). Η Ορθόδοξη Μοζαμβίκη περιμένει
με χαρά και ανυπομονησία την επίσκεψη του Πατέρα της!
Κατά το δεύτερο
δεκαπενθήμερο του Μαΐου του παρόντος έτους (2013), εγκαινιάζεται στο Μαπούτο
έκθεση Ορθόδοξης Πνευματικότητας, με την οποία φιλοδοξούμε να φέρουμε σε επαφή
τον λαό της Μοζαμβίκης με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατά την διάρκεια της έκθεσης,
θα εκτεθούν ιερές εικόνες και κειμήλια
βυζαντινής και ρωσικής τεχνοτροπίας. Έχουν ήδη προγραμματισθεί ημερίδες για την
θεολογία της εικόνας, το περιβάλλον και την προστασία του καθώς και την ιστορία
των Ελλήνων της Μοζαμβίκης.
Επίσης, έχει ήδη
καταρτισθεί πρόγραμμα Ολυμπιακής Αθλητικής Παιδείας, το οποίο έχει θερμά
αγκαλιαστεί από τους ντόπιους φορείς και οργανισμούς. Το Ολυμπιακό ιδεώδες, υπό
το φως της ορθόδοξης αγιοπνευματικής παράδοσής μας, μπορεί να εμπνεύσει και να
θεραπεύσει τις πληγές του πονεμένου λαού της Μοζαμβίκης και να ελκύσει τους
αποπροσανατολισμένους νέους της.
Αγαπημένα μου αδέλφια, θα
ήθελα εκ βάθους καρδίας να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον γέροντά μου, σεβασμιότατο
Μητροπολίτη Δωδώνης κ. Χρυσόστομο, για την αμέριστη συμπαράσταση και καθοδήγησή
του, τον αδελφό και συνοδοιπόρο μου, σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ζακύνθου, κ. Διονύσιο,
τον Πρωτοπρεσβύτερο του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτη Καποδίστρια για την
αποψινή φιλοξενία στο «ΑΛΗΘΩΣ», τον αγαπητό μου φίλο, ιατρό και μαέστρο Γιάννη
Σούλη με τη Χορωδία του, για τα όμορφα αποψινά ακούσματα, όλους εσάς τους
φίλους και φίλες που είσαστε εδώ, καθώς και κάθε ψυχή ζακυνθινή. Η σκέψη και η προσευχή σας αποτελούν την πιο
γλυκιά συντροφιά στους ατέλειωτους δρόμους της πολύπαθης Αφρικής.
Ο πανσέβαστος Γέροντας
Πορφύριος έλεγε τα ακόλουθα για την Ιεραποστολή: «Στην ιεραποστολική προσπάθεια να υπάρχει λεπτός τρόπος, ώστε οι ψυχές
να δέχονται ό, τι προσφέρουμε, χωρίς να αντιδρούν. Και κάτι ακόμα. Λίγα λόγια! Τα λόγια ηχούν
στα αυτιά και εκνευρίζουν... Η προσευχή και η ζωή έχουν απήχηση. Η ζωή
συγκινεί, αναγεννά και αλλοιώνει, ενώ τα λόγια μένουν άκαρπα. Η καλύτερη ιεραποστολή γίνεται με το καλό μας
παράδειγμα, την αγάπη μας, την πραότητά μας.
Να υπάρχει σεβασμός της ελευθερίας του άλλου. Όπως ο Χριστός “ίσταται επί την θύραν και
κρούει” (Α΄ Κορ. 13, 7), χωρίς να την παραβιάζει, αλλά περιμένει την ψυχή, μόνη
της και ελεύθερα να Τον δεχθεί, έτσι κι εμείς να στεκόμαστε μπροστά στην κάθε
ψυχή» [20].
Σας ευχαριστώ θερμά!
[2] Α΄ Κορ. 12, 9.
[3] Συνοδικός Τόμος του 1351.
[4] Ιω. 20, 21.
[5] Πρ. 1, 8.
[6] Ματθ. 28, 19-20.
[7] Kittel,
volume IV, p. 461.
[8] Α΄ Κορ. 9, 22.
[9] Ιω. 3, 7.
[10] Εφ. 6, 12.
[11] Α΄ Ιω. 4, 4.
[12] Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και
πάσης Αλβανίας, Ιεραποστολή
στα ίχνη του Χριστού, εκδ.
Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2007, σ. 315 εξ.
[13] Νυχθημερόν:
http://www.nyxthimeron.com/2011/02/blog-post_20.html.
[14] Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και
πάσης Αλβανίας, ό.π., σ.
316.
[15] Τα στοιχεία προέρχονται από την Βικιπαίδεια, στον ιστότοπο: el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%B6%CE%B1%CE%BC%CE%B2%CE%AF%CE%BA%CE%B7.
[16] ό.π.
[17] ό.π.
[18] ό.π.
[19] Ιω. 1, 47.
[20] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, εκδ. Ι. Μ.
Χρυσοπηγής Χανίων, Χανιά 2006, σ. 396.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου